επιτηρούμαι

επιτηρούμαι
επιτηρούμαι, επιτηρήθηκα βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλληλεπιτηρούμαι — ( έομαι) και αλληλο επιτηρούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιτηρούμαι] …   Dictionary of Greek

  • αλληλεπιβλέπομαι — και αλληλο επιτηρούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιβλέπω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοβολώ — ὀφθαλμοβολῶ, έω (ΑΜ) [οφθαλμοβόλος] ρίχνω το βλέμμα μου σε κάτι μσν. παθ. ὀφθαλμοβολοῡμαι, έομαι επιτηρούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”